πελαστής

πελαστής
ὁ, Α
πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα- τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. -στής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πελαστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εύας — Εὔας, αντος, ὁ (Α) επίθετο τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ευαστής (ενν. θεός) (πρβλ. πέλας, πελαστής)] …   Dictionary of Greek

  • εύας — εὔας, ὁ (Α) ο μικρός ρωμαϊκός θρίαμβος («τὸν δὲ ἐλάττω καταγαγεῑν εἰς τὴν πόλιν, ὅν εὔαν Ἕλληνες, ὄβαν δὲ Ῥωμαῑοι καλοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ευαστής «θρίαμβος» (πρβλ. πέλας, πελαστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”